- κηκίδα
- Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών ή άλλων παραγόντων (παράσιτα, κρυπτογαμικές ασθένειες κλπ.), που διεγείρουν την υπερπλασία. Η μορφή και το μέγεθος των κ. ποικίλλουν, από τις πολύ μικρές, που συχνά οφείλονται στην ανισομερή κατανομή του ύδατος, όπως τα εξογκώματα στους λοβούς των μπιζελιών, μέχρι τις μεγάλες υποστρόγγυλες, στο μέγεθος ενός αβγού ή μεγαλύτερες, όμοιες με μάζα βρύων, σχηματισμένες από πολλές μονόχωρες μικρές κ., που περιβάλλονται από επιμήκη, πρασινωπά νήματα. Οι ογκώδεις αυτές κ. σχηματίζονται στους κλάδους των άγριων τριανταφυλλιών και προκαλούνται από το βλαβερό έντομο Rhodites rosae.
Το έντομο Neuroterus lenticularis προκαλεί στην κάτω επιφάνεια των φύλλων της βελανιδιάς τη δημιουργία πολυάριθμων κ., που έχουν τη μορφή δίσκου, ενώ άλλες φορές, στα ίδια φύλλα, είναι εμφανείς σταχτοκίτρινες, σφαιρικές και σκληρές κ., στο μέγεθος ενός κερασιού· αυτές προκαλούνται από το έντομο Dryophanta quercusfolii. Στο εσωτερικό των κ. που προκαλούνται από τα έντομα παρατηρούνται ένας ή περισσότεροι χώροι, στους οποίους ζουν οι προνύμφες.
Οι κ., γενικά, δεν επηρεάζουν σημαντικά τη φυτική λειτουργία, εκτός αν είναι υπερβολικά άφθονες, γεγονός σπάνιο.
Πολλές κ. που δημιουργούνται πάνω στις βελανιδιές από έντομα συλλέγονται και χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή τανίνης, την οποία περιέχουν σε ποικίλες ποσότητες από 10% έως 35%.
Δείγματα κηκίδων σε φύλλα και βλαστούς φυτών.
Δείγματα κηκίδων σε φύλλα και βλαστούς φυτών.
* * *η (ΑΜ κηκίς, -ίδος)ο όγκος που δημιουργείται λόγω παθολογικού πολλαπλασιασμού τών ιστών σε διάφορα σημεία τής βαλανιδιάς και άλλων φυτών από παράσιτα ζωύφια ή φυτά και τού οποίου τα συστατικά χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία, τη βαφική και την ιατρικήαρχ.το κόκκινο χρώμα που προέρχεται από τα εξογκώματα τών φυτώναρχ.1. λιπαρό υγρό που βγαίνει στην επιφάνεια διαφόρων σωμάτων, π.χ. ξύλων, ιδίως όταν καίγονται («φθίνοντας ἐν κηκῑδι πισσήρει φλογός», Αισχύλ.)2. (για αίμα) η κηλίδα («φόνον δὲ κηκίς ξὺν χρόνῳ ξυμβάλλεται», Αισχύλ.)3. το λίπος, τα λιπαρά υγρά που εκρέουν από το σώμα τού καιόμενου θύματος κατά τη θυσία («ἐπὶ σποδῷ μυδῶσα κηκὶς μηρίων ἐτήκετο», Σοφ.)4. ο χυλός τής πορφύρας που χρησιμοποιείται για βαφή5. το κόκκινο χρώμα που χρησιμοποιείται ως μελάνι γραφής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kāk- «πηδώ στριφογυρίζω, αναβλύζω» (πρβλ. και λιθουαν. šόkti «αναπηδώ», šankus «γρήγορος, ευκίνητος», αρχ. άνω γερμ. hengist, αγγλοσαξ. hengest «άλογο», θρακο-φρυγικό σίκιν(ν)ις «όρχηση τών Σατύρων στο σατυρικό δράμα». Η λ. κηκίω είναι πιθ. μετονοματικός τ. τού κηκίς, ενώ, κατ' άλλη άποψη, η λ. κηκίς σχηματίζεται υποχωρητικά από το ρ. κηκίω].
Dictionary of Greek. 2013.